Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

.το μονόγραμμα...


Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο


Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.


ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.


V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.



Οδυσσέας Ελύτης, Το Μονόγραμμα...


Αυτό το έργο είναι απλά μαγικό... και όποτε το διαβάζω μου 8υμίζει εσένα...



Mια σχέση απαγορεύμένη, μια μορφή διαφορετική,

μια γλυκιά φωνή, να ηχεί στα αυτιά σαν μελωδία μαγική...

και η φιγούρα σου να εισβάλει στα όνειρά μου

σαν στρατιώτης πιστός στην πατρίδα

σαν άγγελος που 8έλει προστασία, και σαν 8εός που ψάχνει να σε βρεί

και γιατί να είναι έτσι; γιατί να είμαστε χώρια;

όλοι το λένε, πως η αγάπη δεν κρύβεται, το ίδιο λένε και για μάς

αλλά κανείς δεν τους ακούει, γιατί έχουν μά8ει να υπερβάλουν

και όμως, ξέρουμε πως λένε αλή8εια, και πως ισχύει

την ομορφιά λίγοι την καταλαβαίνουν, ναι, αυτήν της ψυχής σου

και στην καρδιά σου, υπάρχει ένας Παράδεισος, μια ουτοπία

που με περιμένει, 8αρρώ, να την βρώ και να την ζήσω

αλλά γιατί να μην μπορώ; γιατί να μην μ'αφήνουν;

η ζωή μας είναι μικρή, και οι ωραίες στιγμές ακόμη μικρότερες

γιατί να μην μας αφήνουν να την χαρουμε;

όλοι πιστεύουν στα όνειρα, και όμως

κανείς τους δεν κάνει, γιατί ο φόβος είναι ισχυρότερος απ'την ελπίδα

και το σκοτάδι καλύτερο απ'το φώς

άραγε, είδε ποτέ κανείς την αυγή; είδε τα χρώματά της;

γιατί αν το έκανε, 8α καταλάβαινε ότι σου μοιάζουν

αφού είναι από κόσμο διαφορετικό, από μέρη μαγικά και ονειρεμένα

και ποιός να τολμήσει να στο πεί;

η κακία και η απονιά κυριαρχούν στις σχέσεις

και ότι διαφορετικό το κατακρίνουν

γιατί δειλιάζουν

αλλά η ζωή δεν 8έλει δειλία, 8έλει τόλμη

και εσύ μπορείς, εσύ την έχεις

αλλά δεν σ'αφήνουν, κανείς δεν σ'αφήνει

λες η τύχη σου, και εγώ το ίδιο λέω, μην νομίζεις

απλά δεν το ξέρεις

γιατί όταν περιμένεις κάτι τόσο πολύ, με τόση ανυπομονησία

στο τέλος δεν έρχεται, γι'αυτό μην το κυνηγάς

αλλά η ζωή περνάει μέσα απ'τα δάχτυλά μας

εγώ 8έλω να την πιάσω, και μαζί με εκείνην και τα χέρια σου

αλλά διστάζω, το ξέρεις άλλωστε, το ξέρεις

ο κόσμος μισεί, και εμείς αγαπάμε

πως να επιβιώσουμε αγάπη μου;

ο κόσμος φοβάται, και εμείς τολμάμε

πως 8α το αντέξουμε αυτό αγάπη μου;

αλλά μαζί σου, τίποτα

μαζί σου όλα γίνονται

γιατί είσαι το φως που ζεσταίνει τις καρδιές

είσαι το χρώμα του ουρανού της αυγής

και το βα8υγάλανο της πανέμορφης 8άλασσας

είσαι η ομορφιά του κόσμου μου

και η μυρωδιά των ονείρων μου

η μουσική που ξεδιψάει

και ο χορός που τολμάει

εμείς όμως; δεν τολμάμε, όχι πια

γιατί έχει χα8εί ο έρωτας με τα βέλη

μας τον έκλεψαν για να μην ελπίζουμε

λες και έτσι 8α μας σταματήσουν απ'το να το κάνουμε

τον έκρυψαν σε μέρη σκοτεινά και απάν8ρωπα

και τον τύφλωσαν, τον σκότωσαν μετά

αλλά εμάς μας έδωσε το δώρο του

αυτό που όλοι αναζητούν και λίγοι βρίσκουν

εμείς όμως το βρήκαμε, και γι'αυτο 8έλουν να μας το πάρουν

αλλά δεν μπορούν, γιατί oι καρδιές μας είναι κα8αρές, αγνές και α8ώες

γιατί η ομορφιά μας είναι μέσα μας, μέσα στην ψυχή, και όχι στο σώμα

το υλικό και φ8αρμένο

η ομορφιά είμαστε εμείς, και όχι οι άλλοι

γιατί ο έρωτας μας έμα8ε

και μας αγάπησε

μας έδωσε γιάυτό το δώρο του

και εμείς το εκτιμούμε

δεν το πετάμε

οι ψυχές είναι αυλες, λένε

τριγυρνούν μοναχικές και περιπλανιούνται, λένε

οι δικές μας όμως είναι μαζί

πάνε πάντα μαζί και γίνονται ένα

μια ψυχή που κατοικεί σε δυο σώματα

το δικό σου και το δικό μου

και γι'αυτό μας ζηλεύουν

γιατί αυτοί είναι καταδικασμένοι να μείνουν έτσι αιώνια

και δεν μπορούν να το αντέξουν

αυτό τους σκοτώνει

όπως σκότωσαν και αυτοί εμάς

αλλά εμείς πάμε πάντα μαζί

και δεν φοβόμαστε, ό,τι και αν γίνει

γιατί έχουμε πίστη

και η ελπίδα μας κατοικεί ζωντανή και χαρούμενη μέσα μας

και δεν πε8αίνει

δεν μπορεί να την πειράξει κανείς

γιατί παίρνει δύναμη από εμάς

γιατί δυναμώνει με κά8ε μας ματιά

και με τα ζεστά μας χέρια, μαζί, την κρατάμε κοντά μας

και την κάνουμε ένα μ'εμάς

την ενώνουμε με την αγάπη

και τότε γίνεται ακόμη πιο δυνατή

γίνεται αδιαπέραστη στον χρόνο

και στην απαν8ρωπιά του κόσμου

και επιβιώνει μεγαλόπρεπα

με εμάς μαζί, εμάς τους δυό μαζί...


Σ'αγαπώ


2 σχόλια: